- άπαιχτος
- -η, -οαυτός που δεν παίχτηκε: Το θεατρικό αυτό έργο είχε γραφτεί πριν από κάμποσα χρόνια, αλλά ήταν άπαιχτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άπαικτος — κ. άπαιχτος, η, ο (Μ ἄπαικτος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος που δεν παίχτηκε («ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο 2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδι μσν. ακατάλληλος για αστεϊσμό … Dictionary of Greek